σβόμπος
Смотреть что такое "σβόμπος" в других словарях:
σβόμπος — σβόμπος, ο και σβόμπιρας, ο βλ. σγόμπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σβόμπος — ο, Ν βλ. σγόμπος … Dictionary of Greek
σγόμπος — και σγούμπος και σβόμπος και γόμπος, ο, Ν 1. καμπούρης 2. συνεκδ. άτομο μικρόσωμο και κακοφτειαγμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόμπος* (< βεν. gobo), με ανάπτυξη προθετικού σ (πρβλ. βώλος: σβώλος)] … Dictionary of Greek